- σιγαλιά
- η тишина, безмолвие; затишье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιγαλιά — η, Ν [σιγαλός] (ιδίως κατά τη διάρκεια τής νύχτας) ησυχία, ηρεμία, έλλειψη κάθε είδους θορύβου («νά χες τη δύναμη ν ακούς τών ουρανών τη σιγαλιά», Κ. Βάρναλης) 2. νηνεμία, άπνοια … Dictionary of Greek
σιγαλιά — η έλλειψη θορύβου, ησυχία: Στη σιγαλιά της νύχτας άκουγες μόνο την απελπισμένη κραυγή του γκιόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλός — ἀκαλός, ή, ὸν (AM) ήσυχος, ειρηνικός, πράος (ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218) ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)] … Dictionary of Greek
σιγανεμιά — η, Ν (στον Ερωτόκρ.) νηνεμία, σιγαλιά («οι μέρες με σιγανεμιά και λάψη ξημερώνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + άνεμος κατά τα θηλ. σε ία (πρβλ. απ ανεμιά)] … Dictionary of Greek
νυχτερινός — νυχτερινός, ή, ό και νυχτιάτικος, η, ο ο σχετικός με τη νύχτα ή που γίνεται κατά τη νύχτα: Νυχτερινή σιγαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)